- οινάριον
- οἰνάριον, τὸ (ΑΜ) [οίνος](υποκορ. τού οίνος) κρασάκιαρχ.1. αδύνατο ή άθλιο κρασί2. λίγο κρασί, μικρή ποσότητα κρασιού («ἐφθόνησέ μοι τοῡ ζωμοῡ καὶ τοῡ οἰναρίου» Θεόφρ.)3. η άμπελος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
οἰνάριον — weak neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰναρίοις — οἰνάριον weak neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰναρίου — οἰνάριον weak neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰναρίῳ — οἰνάριον weak neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰνάρια — οἰνάριον weak neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οίνος — ο (ΑΜ οἶνος) 1. το οινοπνευματούχο ποτό που παράγεται από τη ζύμωση τού γλεύκους τών νωπών σταφυλιών, το κρασί (α. οἶνος εὐφραίνει καρδίαν ἀνθρώπου», ΠΔ β. «άκρατος οίνος» ανέρωτο κρασί γ. «ρητινίτης οίνος») 2. το ποτό που παράγεται από τη ζύμωση … Dictionary of Greek
Κρατίνος — Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Αθηναίος κωμωδιογράφος (περ. 520 – 423; π.Χ.). Θεωρείται ο δημιουργός της πολιτικής σάτιρας. Έχουν σωθεί αξιόλογα αποσπάσματα 24 κωμωδιών του, ενώ είναι γνωστοί οι τίτλοι 28 έργων του. Υποστήριζε το… … Dictionary of Greek